Η ιστορία η δική μου έγινε σε ένα χωριό της Πελοποννήσου. Ήμουν 15 χρονών θυμάμαι... Χριστούγεννα ήταν και είχαμε πάει στο χωριό μας για να περάσουμε τις διακοπές με το παππού και τη γιαγιά.
Κάθε φορά που μαζευόμασταν όλα τα παιδιά στο χωριό παίζαμε το παιχνίδι θάρρος ή αλήθεια. Και η αγαπημένη μας δοκιμασία σε όποιον απαντούσε θάρρος ήταν να τον βάλουμε να πάει πίσω από την εκκλησία και να καθίσει εκεί 5 λεπτά. Αυτή τη φορά όμως κάπως το παρακάναμε...
Θάρρος, απάντησε ο Γιώργος.
Να πας μέχρι τα νεκροταφεία, να μπεις μέσα και να ανάψεις ένα κεράκι στο εκκλησάκι που έχει εκεί, πετάχτηκε ο Θανάσης....
Το νεκροταφείο ήταν σε ένα λόφο, στις παρυφές του χωριού και η αλήθεια είναι πως όλοι φοβόμασταν να πλησιάσουμε εκεί το βράδυ. Το ίδιο φυσικά και ο Γιώργος.
Έτσι οι περισσότεροι άρχισαν να τον κοροϊδεύουν, να του λένε ότι δεν είναι άντρας, ότι είναι κότα και όλα όσα λένε τα δεκαπεντάχρονα για να πειράξουν τους φίλους τους.
Θα πάω, πετάχτηκε φανερά εκνευρισμένος ο Γιώργος. Θα πάω για να δείτε ότι δεν είμαι χέστης όπως εσείς, συμπλήρωσε και σηκώθηκε να ξεκινήσει.
Προσπάθησα να τον πείσω να μην πάει και ότι δεν έχει να αποδείξει τίποτα. Όταν όμως είδα ότι άδικα μιλούσα, αποφάσισα να πάω μαζί του για να μην τον αφήσω μόνο του. Σηκώθηκα και ξεκινήσαμε.
Ο δρόμος μέχρι το νεκροταφείο ήταν αραιά φωτισμένος και τα σκυλιά γάβγιζαν σε κάθε μας βήμα. Ήταν πολύ σκοτεινά. Ανηφορίσαμε γρήγορα το λόφο αφήνοντας πίσω μας τα γαβγίσματα των σκύλων. Φτάσαμε έξω από την είσοδο του νεκροταφείου. Επικρατούσε πένθιμη ησυχία. Μέσα στο νεκροταφείο, πάνω στους τάφους τρεμόπαιζαν οι φλόγες από τα καντηλάκια. Η πόρτα που ήταν κλειστή, ήταν σιδερένια με κάγκελα. Έπρεπε να μπούμε μέσα...
Σκουντήξαμε διστακτικά την πόρτα, η οποία άρχισε να τρίζει... έπρεπε να μπούμε μέσα και να πάμε στο εκκλησάκι να ανάψουμε ένα κεράκι. Δε ξέρω τι φοβόμασταν πιο πολύ... Μην δούμε τίποτα περίεργο εκεί ή μήπως η παρέα μας προσπαθήσει να μας τρομάξει;
Περπατούσαμε διστακτικά προς το εκκλησάκι. Το βλέμμα μας ήταν καρφωμένο πάνω στους τάφους, μήπως και συμβεί τίποτα περίεργο... Είχαμε τρομοκρατηθεί... Φτάσαμε χωρίς πρόβλημα στο εκκλησάκι. Η πόρτα ήταν όμως κλειδωμένη. Έψαξα στο πρεβάζι μήπως υπήρχε εκεί το κλειδί. Και όντως ήταν εκεί τοποθετημένο. Το πήρα και το έδωσα στο Γιώργο να ανοίξει. Καθώς όμως έψαχνα για το κλειδί μέσα στο σκοτάδι ακούμπησα σε κάτι σαν λάδι και λερώθηκα πολύ τα χέρια μου.
Μπήκαμε μέσα και ανάψαμε το κεράκι. Βγαίνοντας είπα στον Γιώργο να κλείσει την πόρτα, να κλειδώσει και να αφήσει στη θέση του το κλειδί. Εγώ πήγα μέχρι τη βρύση που είχε 50 μετρά μακριά από την είσοδο της εκκλησίας για να πλύνω τα χέρια μου. Εξακολουθούσε να επικρατεί απόλυτη ησυχία, την οποία έσπαγε ένα ελαφρύ, κρύο αεράκι που μόλις είχε βγει.
Μόλις έκλεισα τη βρύση άκουσα το Γιώργο, ο οποίος μόλις είχε αφήσει πίσω το κλειδί στη θέση του, να λέει: "έλα τι θες, τι φωνάζεις;" Γύρισα και τον κοίταξα. Κοιτούσε προς την αντίθετη πλευρά από αυτή που ήμουν. "Λέγε ρε τι θες; Που είσαι;" ξαναψιθύρισε ο Γιώργος.
"Εδώ είμαι, που κοιτάς;" του απάντησα και γύρισε και με κοίταξε.
"Σε άκουσα να με φωνάζεις από την άλλη πλευρά" μου είπε γεμάτος απορία.
"Δε σε φώναξα ρε, τα χέρια μου έπλενα" απάντησα.
"Άκουσα να με φωνάζουν με το όνομά μου και σε έψαχνα γιατί νόμιζα πως ήσουν εσύ" μου είπε.
Τρομοκρατηθήκαμε ακόμη περισσότερο και φύγαμε γρήγορα.
Καθώς κατηφορίζαμε το λόφο ο Γιώργος σταμάτησε, κοίταξε πίσω προς το νεκροταφείο και μου είπε "νάτο πάλι... το ακούς; κάποιος φωνάζει το όνομά μου''.
Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχα ακούσει τίποτα εγώ και του είπα πως μάλλον ήταν η ιδέα του.
Όταν επιστρέψαμε στην παρέα το παίζαμε ήρωες και τους διηθηθήκαμε όλο περηφάνια τα κατόρθωμά μας υπερβάλλοντας αρκετά θα έλεγα.
Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησα αρκετά αργά. Όλοι στο σπίτι ήταν αναστατωμένοι. Νωρίς το πρωί η μητέρα του Γιώργου τον βρήκε νεκρό στο κρεβάτι. Κατάλευκο, σα να μην είχε στάλα αίμα μέσα του. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο. Είχε γίνει πολύ μακρόστενο και τα μάτια του ήταν τελείως στρόγγυλα και πρησμένα.
Νωρίς το βράδυ, όλη η παρέα συγκεντρωμένη στην πλατεία, συζητούσαμε και κλαίγαμε για το κακό που βρήκε το φίλο μας. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει τι προκάλεσε αυτό το φρικτό θάνατό του. Θα γινόταν νεκροψία...
"Κάποιος τον φώναξε όταν ήμασταν στο νεκροταφείο" τους είπα κάποια στιγμή. "Μου είπε ότι κάποιος τον φώναζε με το όνομά του" ξαναείπα. Όλοι παγώσαμε.
Αποφάσισα να γυρίσω νωρίς στο σπίτι. Είχε σκοτεινιάσει αρκετά και είχε αρκετό κρύο. Καθώς επέστρεφα μόνος στο σπίτι, όχι πολύ μακριά από αυτό, άκουσα κάποιον να φωνάζει το όνομά μου. "Νίκο;".... "Νίκο;"
Μείωσα το ρυθμό που βάδιζα... Ποιος να ήταν;
"Νίκο;".... "Νίκο;" Άκουσα και πάλι την ίδια φωνή να με καλεί με το όνομά μου. Σταμάτησα.
Ήμουν έτοιμος να γυρίσω να κοιτάξω ποιος με φώναζε όταν άκουσα και πάλι:
"Νίκο; Νίκο; Που είσαι; Το φαγητό είναι έτοιμο!"
Ήταν η μητέρα μου που με φώναζε να γυρίσω στο σπίτι. Συνέχισα το περπάτημα χωρίς να κοιτάξω πίσω για να δω ποιος με φώναζε...
Ίσως γι' αυτό και είμαι εδώ και μπορώ να σας διηγηθώ την ιστορία μου...
7 σχόλια:
φιλε πολυ καλη η ιστορια χεστηκα πανω μου
φρικηηηη.....!!!πο πο τρομακτικο!!εχω ακουσει οτι οταν σε φωναζουν περιεργες οντοτιτες να μην πηγαινεις!!!
Τελικά η νεκροψία τι έδειξε;; Δεν είχε καθόλου αίμα;; Δεν μας είπες.. Είναι σημαντικό στην ιστορία σου αυτο το στοιχείο.
Το κλειδί σε όλες αυτές τις καταστάσεις, ότι κι αν ακούσεις μην κάνεις την μ@λ@κία να κοιτάξεις πίσω σου !
Βρυκόλακας ήταν
Υπάρχουν βρικόλακες;
Έχεις διαβάσει τις ιστορίες στην σελίδα εσύ τι λες υπάρχουν η όχι;
Δημοσίευση σχολίου