Kαλησπέρα σας.
Έχω και εγώ κάποιες μεταφυσικές ιστορίες να σας διηγηθώ, όπως μου τις διηγήθηκαν και μερικές όπως τις βίωσα εγώ η ίδια. Πάντα με έλκυαν τέτοιες ιστορίες τέτοιοι μύθοι και δεισιδαιμονίες που διηγούνταν οι μεγάλοι από πολύ μικρή ηλικία και άκουγα κοκαλωμένη από αγωνία την αφήγηση.
Μεγάλωσα σε ένα υπέροχο περιβάλλον οικογενειακό σε ένα χωριό της Βοιωτίας, ήμουν από τις τυχερές που πρόλαβα τα παιχνίδια στις αλάνες και τότε που οι γειτονιές, ειδικά τα καλοκαίρια που ερχόταν οι Αθηναίοι όπως τους λέγαμε, γέμιζαν οι γειτονιές παιδιά. Οι καλύτερες μου ώρες λοιπόν ήταν όταν νύχτωνε πλέον αρκετά ώστε να μην μπορούμε να βλέπουμε άλλο να παίξουμε και αποκαμωμένη από το πολύωρο παιχνίδι και τρεχαλητό μαζευόμουν πίσω και πήγαινα στη γιαγιά μου, που και αυτή κάθε απόγευμα πήγαινε στα γειτονικά σπίτια για καφέ, κουτσομπολιό και φυσικά μεταφυσικές ιστορίες!
Ένα από εκείνα τα βράδια λοιπόν, η γιαγιά μου ήταν για κους-κους στη γυναίκα του ξαδέρφου της από την Αθήνα, την θεία Λέλα, που βρισκόταν το σπίτι της ακριβώς απέναντι από το δικό μου. Η γιαγιά μου με την θεία Λέλα, όταν ήταν μόνες τους χωρίς άλλες γειτόνισσες μπροστά, κουτσομπόλευαν ασταμάτητα όποιες ήξεραν, ποια χώρισε, ποια δεν ήταν καλή νοικοκυρά και άλλα πικάντικα κους κους που τα λέγαν μπροστά μου διότι άκουγα χωρίς να επεμβαίνω τρώγοντας διάφορα κεράσματα που μου έδιναν και λόγω του νεαρού της ηλικίας μου δεν ήμουν σε θέση να πάρω μέρος στην κουβέντα φυσικά.
Έρχεται που λέτε και ο θείος ο Δημήτρης από την πλατεία και κάθετε στο μπαλκόνι μαζί μας και φυσικά η κουβέντα άλλαξε. Έλεγαν πιο ανάλαφρα πράγματα τώρα, ιστορίες από τα παλιά και ξαφνικά ο θείος μας διηγήθηκε μια ιστορία που βίωσε....
Ήταν λέει καλοκαίρι στο χωριό, νέος κοντά στα 16 με 17, τότε όλοι μικροί - μεγάλοι πήγαιναν από το πρωί στα χωράφια και το σούρουπο γυρνούσαν σπίτι να φάνε και να κοιμηθούν. Είχε τρομερή ζέστη λέει εκείνο το βράδυ και έβγαλε ένα κρεβάτι έξω στο μπαλκόνι να κοιμηθεί. Έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι και ρέμβαζε το βραδάκι που έπεφτε μέχρι να τον πάρει ο ύπνος.
(Όπως όλοι ξέρουμε κάθε χωριό έχει τον τρελό του έτσι και το δικό μου τότε είχε την γριά Κατίνα που μισότρελη ότι ώρα να΄ναι γυρνούσε στο χωριό χωρίς ιδιαίτερο λόγο. )Ξαφνικά βλέπει μια γυναίκα μαυροφορεμένη να κατεβαίνει την δημοσιά(τον δρόμο δηλαδή) και λέει από μέσα του που πάει πάλι η τρελή μες τη νύχτα;
Η γυναίκα η μαυροφορεμένη άλλαξε δρομολόγιο και κατευθυνόταν τώρα προς το σπίτι τους και αρχίζει να ανεβαίνει την σκάλα! Ο θείος πάγωσε! Κουκουλώθηκε με το σεντόνι ως πάνω και άρχισε τα πάτερ ημών!
Η γυναίκα έφτασε στο πλατύσκαλο, έπιασε τη σιδερένια πόρτα του μπαλκονιού, ήταν τέσσερα βήματα από τον θείο μου τώρα, μόνο η μικρή πόρτα του μπαλκονιού τους χώριζε, έβαλε τα χέρια της πάνω στη πόρτα και τη ταρακουνούσε (λες και ήταν δύσκολο να μπει, έναν απλό σύρτη είχε τακ τον τραβούσες και έμπαινες! παρένθεση δικιά μου ήταν αυτό)
Ξαφνικά σταμάτησε κατέβηκε τη σκάλα και εξαφανίστηκε! Τόσο πολύ τρόμαξε μας είπε που εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε κάτω από το εικονοστάσι, στο πάτωμα. «Τι ήταν αυτό μωρέ Κούλα ακόμα και τώρα δεν μπορώ να καταλάβω!» είχε πει ο καημένος απευθυνόμενος στη γιαγιά μου.
Our Horror Stories: Ευχαριστούμε την φίλη μας Βάλια για την ιστορία που μας έστειλε.
Διαβάστε επίσης:
To Our Horror Stories φιλοξενεί τις δικές σας παράξενες, περίεργες, ανεξήγητες, τρομακτικές ιστορίες! Στείλε τώρα τη δική σου εμπειρία ή αυτή που άκουσες στο ourhorrorstory@gmail.com για να την δημοσιεύσουμε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου