- - -
25 Οκτωβρίου 2006
Σήμερα κατέβηκα στο χωριό για να ζητήσω βοήθεια. Περπατούσα στον κεντρικό δρόμο, μα όσοι με είδαν δεν μου μίλησαν. Τα μάτια τους κενά, τα πρόσωπά τους ανέκφραστα, σαν να μην είχαν μείνει πια άνθρωποι. Χαιρέτησα την κυρά-Δέσπω, που με ήξερε από παιδί, κι εκείνη απλώς έγειρε το κεφάλι της, χωρίς να πει λέξη. Για πρώτη φορά τους φοβήθηκα.
26 Οκτωβρίου 2006
Το βράδυ, μπαίνοντας στην κουζίνα, βρήκα πάνω στο τραπέζι μικρά αντικείμενα: κόκαλα δεμένα με μαύρες κλωστές, ένα κύκλο από στάχτη, κι έναν παλιό σταυρό γυρισμένο ανάποδα. Δεν τα άφησα εγώ. Δεν ξέρω ποιος τα έβαλε εκεί, ούτε πότε. Όμως μύριζε θειάφι.
27 Οκτωβρίου 2006
Είδα στον ύπνο μου τον Ανδρέα. Δεν έμοιαζε φάντασμα, έμοιαζε ζωντανός. Μου μίλησε καθαρά: «Μην πιστεύεις αυτά που βλέπεις. Θέλουν να σε μπερδέψουν. Φύγε από το χωριό, όσο προλαβαίνεις.» Ξύπνησα με δάκρυα, κι έπειτα βρήκα το κρεβάτι μου γεμάτο υγρασία σαν από θαλασσινό νερό.
28 Οκτωβρίου 2006
Στη σκάλα ένιωσα ένα χέρι στην πλάτη μου, να με σπρώχνει. Δεν υπήρχε κανείς. Έπεσα και χτύπησα το πόδι μου, τώρα κουτσαίνω. Μα το πιο τρομακτικό ήταν ότι ο καθρέφτης απέναντι μού έδειξε για μια στιγμή όχι το δικό μου πρόσωπο, αλλά το παραμορφωμένο πρόσωπο εκείνου του ξένου.
29 Οκτωβρίου 2006
Όλα στο σπίτι έχουν αλλάξει. Τα βήματα ακούγονται κάθε βράδυ, πιο βαριά, σαν να ανήκουν σε πολλούς που περπατούν μαζί. Κάθε φορά που σβήνω τα φώτα, νιώθω μια παρουσία πίσω μου. Ξέρω ότι δεν έχω άλλο καιρό. Αν δεν φύγω, δεν θα ζήσω να γράψω ξανά.
---
Οι μέρες αυτές διαβάζονται σαν την εξομολόγηση ενός ανθρώπου που παλεύει με τη λογική του. Όμως κάτι μέσα μου λέει πως η θεία μου δεν τα φανταζόταν. Ίσως έβλεπε πράγματα που κανείς άλλος δεν μπορούσε. Και το πιο ανησυχητικό είναι πως η ίδια τελείωσε τη φράση της τελευταίας καταγραφής με μολύβι μισοσπασμένο, σαν να τη σταμάτησε κάποιος ή… κάτι.
Διαβάστε επίσης:
---




1 σχόλια:
μοιάζει με βουντού και μαύρη μαγεία
Δημοσίευση σχολίου