Είχα βγει για ένα ποτό με τον κολλητό μου τον Γιάννη. Είχαμε πάει στη Κομοτηνή και γυρίσαμε πολύ αργά στο χωριό. Η βραδιά ήταν καταπληκτική. Ήταν καλοκαίρι και εκείνο το βράδυ είχε πολύ ωραία δροσιά.
Our Horror Stories: Για να καταλάβετε την ιστορία καλύτερα προτείνουμε να διαβάσετε αρχικά το πρώτο μέρος της ιστορίας κάνοντας κλικ εδώ.
Πήραμε από μια μπύρα και αποφασίσαμε να αράξουμε στο μπαλκόνι για λίγο. Πρέπει να ήταν 2-3 το βράδυ και είχε πολύ ωραία ησυχία.
Καθώς καθόμασταν στο μπαλκόνι και συζητούσαμε διάφορα, η κουβέντα μας πήγε στις Αρπυίες και στις ιστορίες που είχαμε ακούσει. Ιστορίες για άτομα του χωριού που εξαφανιστηκαν ξαφνικά σε ένα βράδυ και δεν του είδε ξανά κανείς ποτέ. Για εμφανίσεις των Αρπυίων σε κατοίκους του χωριού και τον τρόμο που ένιωσαν αντικριζοντας τις σάρκες και τα οστά αυτών των πλασμάτων που κανονικά δε θα έπρεπε να υπάρχουν στον κόσμο μας.
Ιστορίες για παιδάκια που μας κρατούσαν στο σπίτι νωρίς, σχολίασε ο Γιάννης.
Εγώ τα πίστευα μικρός, απάντησα εγώ. Ο Γιάννης έπιασε μια αμφιβολία στο τόνο της φωνής μου μάλλον. "Γιατί τώρα δε φοβάσαι καθόλου;" με ρώτησε. "Είμαι εδώ μαζί σου, έξω στο μπαλκόνι περασμένες 2 τα μεσάνυχτα. Τι λες φοβάμαι;" ρώτησα εγώ όταν μια σκιά πέρασε από πάνω μας σαν ένα τεράστιο πουλί να μας προσπέρασε.
"Κουκουβάγια;" ρώτησε μονολεκτικά ο Γιάννης.
"Τεράστια" απάντησα μονολεκτικά εγώ.
Ισως οι ιστορίες που θυμηθήκαμε και συζητήσαμε να επηρέασαν τις αισθήσεις μας. Πολλές κουκουβάγιες ζούσαν στο δάσος. Μάλιστα είχα γίνει αυτόπτης μάρτυρας ένα βράδυ μιας επίθεσης που είχε εξαπολύσει μια κουκουβάγια σε μια γάτα και με περηφάνια ανέφερα στη παρέα για τη προσπάθειά μου να σώσω τη γάτα από βέβαιο θάνατο.
Εκείνη όμως η αίσθηση που συνόδευε την παρουσία της σκιάς τώρα δε μπορούσε να την προκαλέσει καμία κουκουβάγια.
Ο Γιάννης παρατήρησε την απουσία οποιοδήποτε ήχου. Ούτε ένα τζιτζίκι δεν διεκοπτε την απόλυτη ησυχία. Ούτε ο Γκιωνης δεν μας κρατούσε παρέα εκείνο το βράδυ.
Ο Γιάννης αποφάσισε να φύγει μόλις ήπιαμε τις μπύρες. Καθώς σηκώθηκε από το τραπέζι ένας ήχος σαν θρόισμα, σαν δυνατή ανάσα ακούστηκε από τη σκεπή του σπιτιού. "Βγήκε αέρας;" ρώτησε ο Γιάννης και στρίψαμε ταυτόχρονα και οι δυο μας το κεφάλι μας προς τα δέντρα. Δε κουνιόταν φύλλο.
Αφού χαιρέτησα τον Γιάννη, έκλεισα την μπαλκονοπορτα παρόλο που λόγω της ζέστης θα μπορούσα να την αφήσω ανοιχτή. Κάτι μέσα μου ήθελε να προστατευτεί από ένα αδιορατο κίνδυνο, μια άγνωστη απειλή που παρόλο δεν μπορούσα να τη δω την ένιωθα μέχρι το κόκκαλο. Ή μήπως μπορούσα να την δω αλλά η λογική δε μου το επέτρεπε;
Καθώς έκλεινα τη μπαλκονοπορτα ένιωσα τη σκιά να κυριεύει τον εξωτερικό χώρο. Το φως της λάμπας στο δρόμο φαινόταν πιο θαμπό, σκοτεινό, σα να είχε πέσει η τάση του ρεύματος και να αδυνατούσε να φωτίσει όλο το χώρο. Καθώς έκλεισα και την κουρτίνα διέκρινα τη φιγούρα του Γιάννη να χάνετε μέσα στο σκοτάδι ενώ απομακρυνοταν για το σπίτι του.
Την επόμενη μέρα το πρωί, μόλις ξύπνησα, πήρα τηλέφωνο τον Γιάννη για να πάμε για ένα καφέ στη πλατεία. Δε μου απάντησε. Θα κοιμάται ακόμη σκέφτηκα και αποφάσισα να ετοιμαστώ, να περάσω από το σπίτι του να τον ξυπνήσω και να πάμε στη καφετέρια.
Στο δρόμο αποφάσισα να του τηλεφωνήσω και πάλι. Μόλις κάλεσα όμως το κινητό, άκουσα το τηλέφωνό του να χτυπάει κοντά μου. Ο ήχος ερχόταν μέσα από κάτι θάμνους στην άκρη του δρόμου. Πήγα και το πήρα. Πως βρέθηκε εκεί το κινητό του Γιάννη; Τι έγινε χτες όταν έφυγε από το σπίτι μου; Ήταν καλά ο φίλος μου; Κατάφερε να γυρίσει σώος πίσω; Δυστυχώς λίγο πιο πέρα από το κινητό, το πορτοφόλι του Γιάννη που ήταν πεσμένο στο έδαφος μου έκοβε κάθε ελπίδα.
Έχοντας όλες αυτές τις σκέψεις να κατακλύζουν το μυαλό μου έτρεξε στο σπίτι του κολλητού μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Συχνά έπιανα σκέψεις να περνάνε αστραπιαία από το μυαλό μου σχετικά με το θόρυβο και τη σκιά που ίσως παρατηρήσαμε το προηγούμενο βράδυ. Ήταν οι Αρπυίες;
Όταν έφτασα στο σπίτι του Γιάννη μου άνοιξε η μητέρα του. Της είπα για το κινητό του Γιάννη και που το βρήκα και πέρασα μέσα.
Η μητέρα του μου είπε ότι κάποιος ή κάποιοι του επιτέθηκαν χτες το βράδυ. Ενώ κοιμόταν άκουσε τη πόρτα να χτυπάει. Κατέβηκε να ανοίξει και βρήκε το Γιάννη μισολιπόθυμο, γεμάτο αίματα. Τον πήγαν αμέσως στο νοσοκομείο.
Καθώς μπήκε και ο πατέρας του Γιάννη στο δωμάτιο, με κάλεσαν να πάω μαζί τους στο νοσοκομείο. Στη διαδρομή για το νοσοκομείο δε μιλούσε κανένας. Σε τι κατάσταση να ήταν τώρα ο Γιάννης; Πόσο σοβαρά ήταν τα τραύματά του; Και ποιος ή τι τα προκάλεσαν;
Στο νοσοκομείο ένας γιατρός έπιασε τους γονείς του Γιάννη και τους ενημέρωσε για τη κατάστασή του. Κατάφερα να ακούσω ότι είχε ξεπεράσει το κίνδυνο αλλά τα τραύματά του ήταν αρκετά σοβαρά. Τα χτυπήματα στα πλευρά και στο κεφάλι θα μπορούσαν να του προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα και θα έπρεπε να παρακολουθήσουν τη κατάστασή του για λίγες μέρες προληπτικά.
Όταν μπήκαμε στο δωμάτιο, ο Γιάννης έδινε κατάθεση σε έναν αστυνομικό για την επίθεση που δέχτηκε. Μου φάνηκε γνωστός αλλά δεν έδωσα σημασία.
Άκουσα τον Γιάννη να λέει ότι δε μπόρεσε να διακρίνει πρόσωπα και ότι ήταν δύο με τρία άτομα που του επιτέθηκαν. Προφανώς για ληστεία ρώτησε σχεδόν καταφατικά ο αστυνομικός, συμπληρώνοντας ότι δε βρέθηκε το κινητό και το πορτοφόλι του. Το κινητό και το πορτοφόλι που βρήκα πεταμένα στην άκρη του δρόμου.
Ο Γιάννης έγνεψε καταφατικά. Ο αστυνομικός σημείωσε κάτι στο μπλοκάκι του, χαιρέτισε τους γονείς του Γιάννη και έφυγε λέγοντας ότι θα ξαναπεράσει κάποια στιγμή αργότερα.
Οι γονείς του Γιάννη τον ρώτησαν πως είναι, τι κάνει και αν θέλει κάτι. Εκείνος τους ζήτησε ένα χυμό - που δεν έπινε πότε - και οι γονείς του έφυγαν για το κυλικείο ρωτώντας κι εμένα αν ήθελα κάτι.
Μόλις βγήκαν από το δωμάτιο ο Γιάννης άρπαξε με δύναμη το χέρι μου και με τράβηξε κοντά του. Τότε με χαμηλή αλλά μεγάλη ένταση στη φωνή του μου είπε: "Ήταν μια Αρπυία! Μας άκουσαν χτες το βράδυ! Είμαστε σημαδεμένοι!"
Our Horror Stories: Ευχαριστούμε τον φίλο μας Παναγιώτη για την ιστορία που μας έστειλε.
Διαβάστε ακόμη:
1 σχόλια:
Πολύ καλο
Δημοσίευση σχολίου