Ήταν Δεκέμβρης, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, και θυμάμαι ότι όλοι μιλούσαν για την κακοκαιρία που θα ερχόταν.
Εγώ βρισκόμουν στο πατρικό μου, σ’ ένα μικρό χωριό στη Μακεδονία, για να περάσω λίγες μέρες με τους γονείς μου. Το σπίτι μας ήταν παλιό, αλλά η ζεστασιά της ξυλόσομπας και η μυρωδιά από τα ξύλα που καίγονταν έδιναν μια παράξενη γαλήνη.
Το βράδυ της παραμονής, πήγα για ύπνο με την αίσθηση πως το επόμενο πρωί θα ξυπνούσα με τον ήλιο να αντανακλάται πάνω στα χιονισμένα βουνά. Όμως, όταν άνοιξα τα μάτια μου, υπήρχε μόνο σκοτάδι.
Στην αρχή νόμιζα ότι κοιμήθηκα λίγο, ότι ήταν ακόμη ξημερώματα. Όμως το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε ήδη 10:00 το πρωί. Σηκώθηκα, τράβηξα τις κουρτίνες, μα έξω υπήρχε μονάχα μια πηχτή μαυρίλα. Όχι συννεφιά, ούτε ομίχλη. Ήταν σαν ο ουρανός να είχε σβήσει.
Οι γονείς μου ήταν ήδη στο σαλόνι, και κοιτούσαν σιωπηλοί το παράθυρο. «Δεν ανέτειλε ο ήλιος», ψιθύρισε η μητέρα μου, με φωνή που έτρεμε. Στο χωριό ακούγονταν ψίθυροι και φωνές. Μερικοί άναψαν φακούς, άλλοι χτυπούσαν τις καμπάνες της εκκλησίας. Κανείς δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε.
Προσπαθήσαμε να ανοίξουμε την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το κινητό. Όλα είχαν σήμα στην αρχή, έπειτα όμως το ίδιο σκοτάδι που έβλεπες έξω άρχισε να γεμίζει και τις οθόνες, μέχρι που έσβησαν.
Κάποιοι χωριανοί βγήκαν στον δρόμο, κρατώντας λάμπες πετρελαίου. Ένα-ένα τα σπίτια άδειαζαν, οι άνθρωποι μαζεύονταν στην πλατεία. Ο παπάς είπε πως ήταν δοκιμασία, πως ο Θεός ήθελε να δει αν θα κρατήσουμε την πίστη μας. Μα τότε ακούστηκε ένα ουρλιαχτό από τα όρια του χωριού.
Ήταν η γειτόνισσα. Είπε ότι στο κατώφλι της, ανάμεσα στις σκιές, είδε «κάτι» να την παρακολουθεί. Δεν το περιέγραψε ποτέ ξεκάθαρα, μόνο ότι είχε μάτια, πολλά μάτια, που έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα.
Το σκοτάδι δεν έφυγε εκείνη τη μέρα. Ούτε την επόμενη. Χάσαμε τον λογαριασμό του χρόνου. Μόνο όταν, ξαφνικά, την τρίτη μέρα, ένα κομμάτι του ουρανού φώτισε για λίγα λεπτά, όλοι μας βγήκαμε τρέχοντας έξω να δούμε τον ήλιο. Μα δεν ήταν ο ήλιος που ξέραμε. Ήταν κόκκινος, σαν να καίγεται, κι έριχνε μια παράξενη λάμψη πάνω στα πρόσωπά μας. Προσπάθησα να τον κοιτάξω απευθείας αλλά με τύφλωσε.
Άνοιξα τα μάτια μου φωνάζοντας από τον πόνο. Ήμουν στο κρεβάτι. Ήταν 10:00 το πρωί. Πετάχτηκα από το κρεβάτι, έτρεξα στο παράθυρο και άνοιξα τις κουρτίνες. Ο ήλιος ήταν εκεί!
«Τι μέρα είναι;» ρώτησα τους γονείς μου που καθόταν στο σαλόνι. «Χριστούγεννα» μου απάντησε όλο απορία η μητέρα μου.
Ήταν τελικά ένας κακός εφιάλτης;
Καμιά φορά, όταν δύει ο κανονικός ήλιος, ορκίζομαι ότι βλέπω εκείνο το κόκκινο φως να τρεμοπαίζει ξανά στον ορίζοντα.
Κι αναρωτιέμαι: μήπως δεν ήταν απλά ένας εφιάλτης αλλά το πρώτο σημάδι πως κάτι πλησιάζει;
Our Horror Stories: Ευχαριστούμε τον φίλο μας Κώστα για την ιστορία που μας έστειλε.
Διαβάστε επίσης:
Ακολουθήστε μας στη σελίδα μας στο Facebook
Ένα LIKE, SHARE και σχόλιο θα βοηθήσει να συνεχίσουμε το έργο μας!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ!
Το Our Horror Stories φιλοξενεί τις δικές σας παράξενες, περίεργες, ανεξήγητες, τρομακτικές ιστορίες! Στείλε τώρα τη δική σου εμπειρία ή αυτή που άκουσες στο ourhorrorstory@gmail.com ή στη σελίδα μας στο facebook για να την δημοσιεύσουμε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου