Σήμερα δεν μπόρεσα να αντιγράψω απόσπασμα από το ημερολόγιο της θείας. Παράξενα πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν, και το χέρι μου τρέμει ακόμα.
Χτες κατά λάθος μπήκα στο κατώι του παλιού καφενείου. Τους είδα να γονατίζουν μπροστά σε ένα άγαλμα, περίεργο, σαν πλάσμα με φτερά και πλοκάμια. Δεν με είδαν. Όταν βγήκα έξω, όλοι με κοιτούσαν σαν ξένη.
Στην επιστροφή για το σπίτι, κοντά στο μαντρί του Γρηγόρη, είδα φως από φακούς. Κρύφτηκα πίσω από έναν βράχο και παρακολούθησα.
Τέσσερις άντρες φόρτωναν κάτι σε ένα τρακτέρ. Πτώματα αγελάδων. Μα δεν ήταν απλώς νεκρές· έμοιαζαν αδειασμένες από αίμα, σκελετωμένες, σαν να είχε ρουφηχτεί η ζωή τους. Δεν αντέχω να σκεφτώ τι τα ήθελαν. Όταν γύρισα βιαστικά στο σπίτι, όλα γύρω μου φάνηκαν πιο εχθρικά.
Το βράδυ, στο σπίτι, άκουσα βήματα στον διάδρομο, αλλά δεν ήταν κανείς. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Νιώθω πως κάτι πλησιάζει. Κάποιες φορές νομίζω πως ακούω τη θεία να με φωνάζει από το υπόγειο, ενώ ξέρω ότι δεν είναι εδώ.
Φοβάμαι ότι η ζωή μου κινδυνεύει. Το χάραγμα που είχε εκείνη το είδα χαραγμένο στον τοίχο του δωματίου μου, και σε έναν καθρέφτη για μια στιγμή το είδα στο δικό μου χέρι…






0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου