SlideShow

Απώλεια μνήμης...
Προβλήματα ύπνου
Μόλις ξάπλωνα στο κρεβάτι και έμπαινα κάτω από τα σκεπάσματα, ο πατέρας μου ερχόταν, μου χάιδευε το κεφάλι και μου έδινε ένα φιλί στα μαλλιά. Ήταν η ιεροτελεστία μας που πίστευα ότι κρατούσε μακριά μου αυτή τη φανταστική οντότητα. "Κανένας δε θα μπορέσει να σε πειράξει και σήμερα" μου έλεγε ο πατέρας μου και φεύγοντας από το δωμάτιο άφηνε την πόρτα λίγο ανοιχτή.
"Άναψε μπαμπά λίγο το φως" είπα, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου και η μητέρα μου μπήκε μέσα ανάβοντας το φως.
"Θα σε καληνυχτίσω εγώ σήμερα" μου είπε η μητέρα μου "ο μπαμπάς θα αργήσει στη δουλειά σήμερα".
Η καλύβα
Εκείνο το απόγευμα, εγώ με 4 ακόμη φίλους μου ξεκινήσαμε για μια νέα εξερεύνηση. Ήμασταν 14 χρονών περίπου τότε. Αποφασίσαμε να πάρουμε ένα χωματόδρομο που ανέβαινε το βουνό.
Μετά από λίγη ώρα περάσαμε έξω από ένα χωράφι που στο βάθος είχε μια παλιά εγκαταλελειμμένη καλύβα.
Εγώ, ο Τάσος, ο Βαγγέλης την προσπεράσαμε χωρίς να δώσουμε σημασία και συνεχίσαμε τον ανηφορικό δρόμο, όταν ακούσαμε τον Βασίλη να μας φωνάζει: "Παιδιά σταματήστε, ο Νίκος έμεινε πίσω".
Σταματήσαμε και κοιτάξαμε τον Νίκο, να έχει σταματήσει έξω από την καλύβα και να την κοιτάει.
Γυρίσαμε όλοι στο σημείο που ήταν ο Νίκος και τον ρωτήσαμε αν κουράστηκε. Αυτός δεν μας έδωσε καν σημασία, σαν να μην μας άκουγε. Κατέβηκε από το ποδήλατό του, τα άφησε να πέσει στο έδαφος και άρχισε να περπατάει προς την καλύβα. Αφήσαμε κι εμείς τα ποδήλατα και τον ακολουθήσαμε.
"Που πας ρε βλάκα;" τον ρωτούσαμε αλλά αυτός συνέχισε το περπάτημα, σα να ήταν ρομπότ, σα να ήταν μαγεμένος.
"Το θυμάμαι αυτό το μέρος" μας είπε ξαφνικά δείχνοντας τη καλύβα, "εδώ πέθανα".
Παγώσαμε όλοι μόλις το ακούσαμε αυτό.
"Κόψε την πλάκα ρε, δε μας τρομάζεις" απάντησε ο Τάσος, αλλά ο Νίκος είχε φτάσει ήδη στην καλύβα και άνοιγε την πόρτα για να μπει μέσα. Και όντως την άνοιξε, μπήκε μέσα και τότε η πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω του!
Ακούσαμε ένα δυνατό θόρυβο και νιώσαμε ένα κύμα αέρα να μας χτυπάει σε όλο μας το κορμί! Τρέξαμε στο Νίκο να δούμε τι είχε συμβεί. Ο Βαγγέλης άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε διστακτικά μέσα. Βρήκαμε τον Νίκο πεσμένο στο πάτωμα... όλο το κορμί του τραντάζονταν κάτω στο ξύλινο πάτωμα... Σα να είχε πάθει κάποια κρίση, κάποια επιληψία...
Εγώ με τον Τάσο τον πιάσαμε από τα χέρια και τον τραβήξαμε για να τον βγάλουμε έξω από την καλύβα ενώ ο Βαγγέλης έφυγε τρέχοντας να κατέβει πίσω στο χωριό για να φωνάξει βοήθεια. Βλέπετε δεν είχαμε κινητά τότε.
Μόλις βγάλαμε τον Νίκο από την καλύβα η κρίση σταμάτησε. Μετά από λίγο ηρέμησε και άνοιξε τα μάτια του.
"Τι έγινε; Που βρισκόμαστε;" μας ρώτησε ο Νίκος.
"Δε θυμάσαι τίποτα;" απάντησα εγώ.
Ο Νίκος δε θυμόταν τίποτα από το περιστατικό. Το τελευταίο που θυμόταν ήταν ότι σταμάτησε για να τοποθετήσει την αλυσίδα του ποδηλάτου, που είχε βγει, κι από κει και πέρα τίποτα άλλο.
Ο Νίκος δεν ξαναείχε κάποια κρίση στη ζωή του.
Ποτέ δε περάσαμε από εκείνη τη καλύβα ξανά.
Τώρα το Πάσχα του 2025 και μετά από πάνω από δέκα χρόνια, θα συναντηθούμε όλη η παλιοπαρέα στο χωριό. Έχουμε αποφασίσει να πάμε στην καλύβα και να δούμε αν υπάρχει ακόμη...
Ακολουθήστε το μουσικό μας συγκρότημα και υποστηρίξτε το μουσικό μας ταξίδι με ένα like, share, follow:
Ευχαριστούμε πολύ πραγματικά!Our Horror Stories: Ευχαριστούμε τον φίλο μας Γρηγόρη για την ιστορία που μας έστειλε.
Διαβάστε επίσης:
Ο σταυρός
Σκοτεινός ουρανός
Λίγο πριν με πάρει ο ύπνος...
Κάπως έτσι την πάτησα κι εγώ. Και το κακό είναι ότι προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι ήταν ένα όνειρο, η φαντασία μου ή όπως αλλιώς μπορούσα να το χωρέσω σε μια λογική που δε δεχόταν το παραφυσικό.
Ένα βράδυ όπως όλα τα άλλα έπεσα για ύπνο. Ήμουν μόνη στο σπίτι . Όπως κοιμόμουν λοιπόν ένιωσα ένα δυνατό χαστούκι! Πόνεσα! Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά δε τα κατάφερνα! Προσπάθησα να κουνηθώ αλλά δε μπορούσα! Ποιος ήταν στο δωμάτιό μου και με χτύπησε;
Κρύος ιδρώτας με έπιασε καθώς προσπαθούσα να κουνήσω το κορμί μου χωρίς αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή τα κατάφερα και άνοιξα τα μάτια μου. Σηκώθηκα και άναψα αμέσως τα φώτα σε όλο το σπίτι. Δεν υπήρχε κανείς!
Νεκροταφείο Γκρεϊφράιαρς
Θα ήθελα να σας διηγηθώ μια ιστορία που με στοίχειωσε! Το έπαθα πριν από 5 χρόνια και ψάχνοντας γι' αυτό έμαθα ότι και πολλοί άλλοι άνθρωποι από όλο το κόσμο είχαν την ίδια περίπου εμπειρία.
Θα ήθελα να τονίσω ότι πριν την δραστηριότητα αυτή δε πίστευα σε φαντάσματα και πνεύματα αλλά μου άρεσε πολύ να βλέπω σχετικά θρίλερ στη τηλεόραση.
Η περιήγηση ξεκίνησε στις δέκα αν θυμάμαι καλά και η δεύτερη στάση μας έγινε στο νεκροταφείο Γκρεϊφράιαρς. Εκεί μπήκαμε στο μαυσωλείο του Mackenzie, αν θυμάμαι καλά το όνομα, όπου ο ξεναγός άρχισε να μας διηγείται την ιστορία του και τα φρικτά πράγματα που έκανε στους πολίτες.
Ανάμεσα στα άλλα μας είπε ότι το πνεύμα του Mackenzie ακόμη περιπλανιέται στο νεκροταφείο και είναι πολλές οι φορές που έχει επιτεθεί σε τουρίστες.
Φυσικά και δε το πίστεψα.
Ο ξεναγός μας είπε ότι πιθανόν ήταν το πνεύμα το Mackenzie που μου επιτέθηκε, αλλά φυσικά δε τον πίστεψα.
Συνεχίσαμε την ξενάγηση και σε άλλα μέρη της πόλης νιώθοντας ένα συνεχόμενο κάψιμο στο λαιμό. Επίσης ακόμη ένας από την παρέα μου έπιανε την πλάτη του σα να τον ενοχλούσε κάτι.
Όταν επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μπορούσαμε να δούμε καθαρά τα τραύματά μας.
Εγώ είχα ένα μεγάλο κάψιμο στο λαιμό και ο φίλος μου είχε τρεις τεράστιες γρατσουνιές στην πλάτη! Ποτέ δεν καταλάβαμε πως έγιναν.
Ψάχνοντας στο ίντερνετ βρήκαμε πως πάνω από 450 επιθέσεις έχουν αποδοθεί στο πνεύμα του Mackenzie. Σε επισκέψεις που έχουν κάνει όπως εμείς, πολλοί έχουν βιώσει σπρωξίματα, γδαρσίματα, μώλωπες και εγκαύματα. Το πιο τρομακτικό που διάβασα είναι ότι αυτό το φάντασμα μπορεί να φύγει από το νεκροταφείο και να ακολουθήσει όποιον τον ενόχλησε στο σπίτι του!
Our Horror Stories: Ευχαριστούμε το φίλο μας Νίκο για την ιστορία που μας έστειλε.
Διαβάστε επίσης:
Που βρίσκομαι;
Αυτή η ιστορία που θα σας πω είναι πραγματικά απίστευτη! Ακόμη και σήμερα δε μπορώ να την εξηγήσω!
Με λένε Ιωάννα και ζω στο Λονδίνο τα τελευταία 7 χρόνια. Είμαι από την Αθήνα. Στην Αθήνα μένω με την μητέρα μου, καθώς έχω χάσει τον πατέρα μου από τότε που ήμουν 5 ετών. Έχω ένα αδερφό, μικρότερο από μένα που σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη.
Πριν μερικά χρόνια αποφάσισα να κάνω έκπληξη στην μητέρα μου και να πάω στην Αθήνα από το Λονδίνο χωρίς να το ξέρει! Θα χαιρόταν πολύ να με δει έτσι ξαφνικά στο σπίτι.
Έφτασα στο αεροδρόμιο στην Αθήνα αν θυμάμαι καλά κατά τις 9 το βράδυ. Πήρα ένα ταξί για να πάω στο σπίτι. Μόλις μπήκαμε στην Αγία Παρασκευή το ραδιόφωνο του ταξί σταμάτησε να παίζει. Ο ταξιτζής προσπάθησε να αλλάξει σταθμό αλλά δεν έπιανε τίποτα κι έτσι το έκλεισε. Δεν έδωσα και πολύ σημασία γιατί είχαμε σχεδόν φτάσει στο σπίτι μου.
Όταν κατέβηκα από το ταξί μου φάνηκε κάτι παράξενο στην ατμόσφαιρα. Υπήρχε μια ελαφριά ομίχλη, μια υγρασία που διαστρέβλωνε τα φώτα του δρόμου, που έδινε μια περίεργη αίσθηση της διάθλασης του φωτός γύρω από τις λάμπες του δρόμου. Πριν προλάβω καλά καλά να βγάλω τη βαλίτσα μου από το πορτμπαγκάζ, ο ταξιτζής πάτησε το γκάζι κι έφυγε χωρίς καν να τον πληρώσω...
Βρήκα τα κλειδιά του σπιτιού και μπήκα στη πολυκατοικία.
Δε θυμάμαι αν το ανέφερα νωρίτερα, αλλά εντύπωσε μεγάλη μου έκανε και η απόλυτη ησυχία από τη στιγμή που βγήκα από το ταξί. Η ίδια ησυχία επικρατούσε και μέσα στη πολυκατοικία.
Έφτασα στο διαμέρισμά μας και άνοιξα όλο λαχτάρα τη πόρτα! Περίμενα πως και πως να με δει η μητέρα μου και να χαρεί από την απρόσμενη έκπληξη που θα με έβλεπε μετά από τόσο καιρό!
Αλλά τα πράγματα δεν έγιναν έτσι.
Στο σαλόνι καθόταν ένας άντρας. Μου φαινόταν γνωστός, αλλά δε μπορούσα να καταλάβω από που. "Μαμά!" φώναξα για να καταλάβει ότι ήμουν στο σπίτι.
"Επιτέλους γύρισες;" μου απάντησε λίγο αυστηρά ο άντρας που καθόταν στο σαλόνι.
Έμεινα έκπληκτη. Δε μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν.
"Που πας με τη βαλίτσα;" με ρώτησε ο άντρας.
"Μαμά;;" ξαναφώναξα για να έρθει μήπως και μου δώσει κάποιες εξηγήσεις.
Τότε ήρθε από τη κουζίνα στο σαλόνι η μητέρα μου λέγοντας: "Επιτέλους Ιωάννα βρήκες το δρόμο για το σπίτι; Περιμένουμε πάνω από μισή ώρα με το πατέρα σου για το δείπνο."
Άφησε το πιάτο στο τραπέζι και πήγε να φύγει ξανά για τη κουζίνα όταν είδε τη βαλίτσα μου.
"Τι βαλίτσα είναι αυτή; Που θα πας;"
Εγώ είχα παγώσει. Ο νεκρός μου πατέρας καθόταν στο σαλόνι και με περίμενε με την μητέρα μου για το δείπνο, ενώ και οι δύο με ρωτούσαν για τη βαλίτσα και για το που θα πάω.
"Μου κάνετε κάποια πλάκα; Ποιος είναι αυτός στο σαλόνι;" ρώτησα τη μητέρα μου.
Με κοίταξαν και οι δύο περίεργα και με αυστηρό βλέμμα.
"Έχεις πιει; Έχεις πάρει κάτι" ρώτησε ο άνδρας που υποτίθεται ότι ήταν ο πατέρας μου.
Η μητέρα μου με κοιτούσε επίμονα προσπαθώντας να καταλάβει τι μου συνέβη.
"Κόψτε την πλάκα. Ο μπαμπάς μου έχει πεθάνει εδώ και χρόνια, δεν είναι αστείο αυτό" απάντησα και πήγα στο τραπεζάκι της τηλεόρασης όπου είχαμε οικογενειακές φωτογραφίες από γιορτές προηγούμενων ετών. Ήθελα να τις πάρω και να τους δείξω ότι σε όλες είμαστε εγώ, ο αδερφός μου και η μητέρα μου με μια φωτογραφία του νεκρού μας πατέρα στα χέρια της. Κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα βγάζαμε μια τέτοια φωτογραφία για να θυμόμαστε ότι ο πατέρας μας ήταν ακόμη μαζί μας κι ας έχει φύγει από αυτόν τον κόσμο, ότι ζούσε στις καρδίες μας.
Τότε μπήκε στο σαλόνι και ο αδερφός μου.
"Δεν είσαι στην Θεσσαλονίκη εσύ;" τον ρώτησα
"Τι να κάνω στη Θεσσαλονίκη;" απάντησε ο αδερφός μου.
Κάθισα και τον κοιτούσα σα χαζή με αυτά που άκουγα ενώ έπαιρνα τις φωτογραφίες στα χέρια μου. Η μητέρα μου κοιτούσε ανήσυχη ενώ ο υποτιθέμενος πατέρας μου σηκώθηκε από τον καναπέ και κινήθηκε προς το μέρος μου.
Κοίταξα τις φωτογραφίες και έπαθα πλάκα! Σε όλες ήμασταν εγώ, ο αδερφός μου, η μητέρα μου και αυτός ο άντρας που υποτίθεται ότι ήταν ο πατέρας μου!
Έπαθα σοκ! Δε μπορούσα να καταλάβω τι συνέβη!
Οι φωτογραφίες μου έπεσαν από τα χέρια. Η μητέρα μου με ρωτούσε αν ήμουν καλά ενώ ο υποτιθέμενος πατέρας μου με έπιασε από τον ώμο ρωτώντας με αν συμβαίνει κάτι.
Με το που με ακούμπησε στον ώμο, πετάχτηκα προς τα πίσω, έτρεξα στην εξώπορτα, άρπαξα τη βαλίτσα μου και βγήκα τρέχοντας από το σπίτι. Έφτασα γρήγορα στην εξώπορτα της πολυκατοικίας και βγήκα στο δρόμο.
Η φασαρία ήταν αφόρητη. Αυτοκίνητα να κορνάρουν, μηχανάκια να περνάνε με μεγάλη ταχύτητα, κόσμος να περνάει από το πεζοδρόμιο που καθόμουν.
Ξαφνικά ένιωσα και πάλι ένα χέρι στον ώμο μου και πετάχτηκα από τον φόβο μου!
"Τι θα γίνει κοπελιά, θα με πληρώσεις να φύγω;" με ρώτησε ο ταξιτζής. Γούρλωσα τα μάτια μου προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβαινε. Έβγαλα μηχανικά τα λεφτά από το πορτοφόλι και τον πλήρωσα. Κοίταξα τις λάμπες του δρόμου, που μου είχαν κάνει πριν εντύπωση, αλλά τώρα όλα φαινόταν νορμάλ.
Πήρα τη βαλίτσα και πλησίασα διστακτικά την πολυκατοικία. Μπήκα μέσα και έφτασα έξω από το διαμέρισμά μας. Κάθισα και κοιτούσα την πόρτα για αρκετή ώρα. Δεν ήξερα τι θα έβρισκα αν έμπαινα μέσα. Τελικά χτύπησα το κουδούνι...
Η πόρτα άνοιξε μετά από λίγο. Πίσω της φάνηκε η μητέρα μου που μόλις με είδε σοκαρίστηκε ευχάριστα!
"Γιατί δεν είπες ότι θα ερχόσουν από το Λονδίνο;" ρώτησε και με αγκάλιασε όλο χαρά...
Our Horror Stories: Ευχαριστούμε την φίλη μας Ιωάννα για την ιστορία που μας έστειλε.
Διαβάστε επίσης: