Θυμάμαι ακόμα εκείνο το βράδυ με κάθε λεπτομέρεια, σαν να έχει χαραχτεί βαθιά μέσα μου. Ήταν καλοκαίρι, κι είχαμε πάει να επισκεφθούμε κάτι συγγενείς σε ένα χωριό της Ηπείρου. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, γεμάτη από εκείνη τη σιωπή που απλώνεται σε απομονωμένα μέρη, σιωπή που σε κάνει να ακούς ακόμη και την παραμικρή αναπνοή.
Στο σπίτι που μέναμε υπήρχε κι ένα μικρό παιδί, ξάδερφος μακρινός, δεν θα ’ταν πάνω από οκτώ χρονών. Δεν μιλούσε πολύ, είχε κάτι παράξενο στο βλέμμα του· ήταν λες και κοιτούσε πάντα λίγο πιο πέρα από εμάς, σε κάτι που εμείς δε μπορούσαμε να δούμε.
Το πρώτο βράδυ που μείναμε εκεί, ξύπνησα απότομα. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, όμως διέκρινα το παιδί να στέκεται στην πόρτα. Δεν μιλούσε, απλώς με κοιτούσε. Κι έπειτα, χωρίς να κουνήσει χείλη, άκουσα καθαρά μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου:
«Έρχεται».
Πάγωσα. Ρώτησα ποιος έρχεται, αλλά εκείνο απλώς γύρισε κι έφυγε αθόρυβα. Την επόμενη μέρα δεν θυμόταν τίποτα.
Τις μέρες που ακολούθησαν, το παιδί άρχισε να μιλάει σιγά σιγά, πάντα με μισόλογα και γρίφους. Έλεγε ότι ο ουρανός σύντομα θα ανοίξει και πως η γη θα γεμίσει από εκείνους που έμειναν έξω στο σκοτάδι. Όποτε το ρωτούσες τι εννοεί, χαμογελούσε με έναν τρόπο αφύσικο για την ηλικία του και άλλαζε θέμα.
Ένα βράδυ, καθίσαμε όλοι μαζί στην αυλή. Ο ουρανός είχε γεμίσει με σύννεφα, κι ο αέρας ήταν ασυνήθιστα ζεστός. Το παιδί σηκώθηκε, έδειξε τον σκοτεινό ουρανό και είπε:
«Δεν έχει μείνει πολύς χρόνος. Όταν ακουστεί η τρίτη καμπάνα, τότε θα φανεί».
Κι έπειτα, σα να βρισκόμασταν σε σκηνοθετημένο έργο, ακούστηκε από το καμπαναριό του χωριού μια καμπάνα. Μία. Δύο. Και μετά... η τρίτη.
Όλοι κοιταχτήκαμε σαστισμένοι. Το παιδί όμως άρχισε να γελά, ένα γέλιο βαθύ και ξένο, που δεν ταίριαζε στη μικρή του φωνή. Ύστερα έτρεξε μέσα στο σπίτι. Τον ακολούθησα, αλλά όταν μπήκα δεν μπορούσα να τον βρω πουθενά.
Και μετά θυμάμαι απλά να ξυπνάω. Δε θυμάμαι αν το βρήκαμε και πως βρήκαμε το παιδί. Και το πιο περίεργο ήταν ότι κανείς από την παρέα μας δε θυμάται το γεγονός αυτό.
Το παιδί ήταν εκεί, σαν να μην είχε φύγει ποτέ. Καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, έτρωγε ψωμί και τυρί, και μας κοίταξε όλους με αθώα μάτια. Όταν τον ρώτησα πού ήταν χθες, είπε με απόλυτη φυσικότητα:
«Μα δεν πήγα πουθενά».
Προσπάθησα να το προσπεράσω, να το αποδώσω στη φαντασία ή σε παραίσθηση της νύχτας. Μα το ξέρω. Το παιδί εκείνο δεν ήταν ποτέ απλώς παιδί. Και κάθε φορά που θυμάμαι το γέλιο του, ανατριχιάζω. Γιατί δεν ήταν ανθρώπινο.
Κι ακόμη αναρωτιέμαι: τι ήταν αυτό που «έρχεται»; Και μήπως... είναι ήδη εδώ;
Our Horror Stories: Ευχαριστούμε τον φίλο μας Αποστόλη για την ιστορία που μας έστειλε.
Διαβάστε επίσης:
Ακολουθήστε μας στη σελίδα μας στο Facebook
Ένα LIKE, SHARE και σχόλιο θα βοηθήσει να συνεχίσουμε το έργο μας!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ!
Το Our Horror Stories φιλοξενεί τις δικές σας παράξενες, περίεργες, ανεξήγητες, τρομακτικές ιστορίες! Στείλε τώρα τη δική σου εμπειρία ή αυτή που άκουσες στο ourhorrorstory@gmail.com ή στη σελίδα μας στο facebook για να την δημοσιεύσουμε.





0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου