Διαβάστε επίσης:
Αληθινές Ιστορίες Τρόμου
Διαβάστε επίσης:
Στην επιστροφή για το σπίτι, κοντά στο μαντρί του Γρηγόρη, είδα φως από φακούς. Κρύφτηκα πίσω από έναν βράχο και παρακολούθησα.
Τέσσερις άντρες φόρτωναν κάτι σε ένα τρακτέρ. Πτώματα αγελάδων. Μα δεν ήταν απλώς νεκρές· έμοιαζαν αδειασμένες από αίμα, σκελετωμένες, σαν να είχε ρουφηχτεί η ζωή τους. Δεν αντέχω να σκεφτώ τι τα ήθελαν. Όταν γύρισα βιαστικά στο σπίτι, όλα γύρω μου φάνηκαν πιο εχθρικά.
Το βράδυ, στο σπίτι, άκουσα βήματα στον διάδρομο, αλλά δεν ήταν κανείς. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Νιώθω πως κάτι πλησιάζει. Κάποιες φορές νομίζω πως ακούω τη θεία να με φωνάζει από το υπόγειο, ενώ ξέρω ότι δεν είναι εδώ.
Φοβάμαι ότι η ζωή μου κινδυνεύει. Το χάραγμα που είχε εκείνη το είδα χαραγμένο στον τοίχο του δωματίου μου, και σε έναν καθρέφτη για μια στιγμή το είδα στο δικό μου χέρι…
Τα επόμενα γραπτά της θείας μου με ανατριχιάζουν. Μιλούν για επισκέψεις του άντρα της —ενώ ήταν χρόνια νεκρός— που της έδινε συμβουλές. Συμβουλές που, αν τις ακολουθούσε, ίσως να έμπαινε ακόμη πιο βαθιά στο σκοτάδι.
Our Horror Stories: Για την κατανόηση της ιστορίας παρακαλώ διαβάστε αρχικά το πρώτο μέρος ΕΔΩ
---
ΤΣΙΜΠΑ ΤΟ ΣΕ BLACK FRIDAY ΤΙΜΕΣ
Our Horror Stories: Για την κατανόηση της ιστορίας παρακαλώ διαβάστε αρχικά το πρώτο μέρος ΕΔΩ
---
Διαβάζοντας αυτές τις μέρες, δεν ξέρω αν η θεία μου κατρακυλούσε στην τρέλα ή αν άνοιγε τα μάτια της σε κάτι που δεν άντεχε να δει. Το χάραγμα όμως… αυτό δεν μπορώ να το αγνοήσω. Το ίδιο σημάδι βρήκα και σε μια γωνιά του σπιτιού της, χαραγμένο με μαχαίρι στο ξύλο. Ποιος το άφησε εκεί; Και γιατί νιώθω ότι δεν ήταν μόνο για εκείνη;
Our Horror Stories: Για την κατανόηση της ιστορίας παρακαλώ διαβάστε αρχικά το πρώτο μέρος ΕΔΩ
---
30 Οκτωβρίου 2006
- - -
25 Οκτωβρίου 2006
Σήμερα κατέβηκα στο χωριό για να ζητήσω βοήθεια. Περπατούσα στον κεντρικό δρόμο, μα όσοι με είδαν δεν μου μίλησαν. Τα μάτια τους κενά, τα πρόσωπά τους ανέκφραστα, σαν να μην είχαν μείνει πια άνθρωποι. Χαιρέτησα την κυρά-Δέσπω, που με ήξερε από παιδί, κι εκείνη απλώς έγειρε το κεφάλι της, χωρίς να πει λέξη. Για πρώτη φορά τους φοβήθηκα.
26 Οκτωβρίου 2006
Το βράδυ, μπαίνοντας στην κουζίνα, βρήκα πάνω στο τραπέζι μικρά αντικείμενα: κόκαλα δεμένα με μαύρες κλωστές, ένα κύκλο από στάχτη, κι έναν παλιό σταυρό γυρισμένο ανάποδα. Δεν τα άφησα εγώ. Δεν ξέρω ποιος τα έβαλε εκεί, ούτε πότε. Όμως μύριζε θειάφι.
27 Οκτωβρίου 2006
Είδα στον ύπνο μου τον Ανδρέα. Δεν έμοιαζε φάντασμα, έμοιαζε ζωντανός. Μου μίλησε καθαρά: «Μην πιστεύεις αυτά που βλέπεις. Θέλουν να σε μπερδέψουν. Φύγε από το χωριό, όσο προλαβαίνεις.» Ξύπνησα με δάκρυα, κι έπειτα βρήκα το κρεβάτι μου γεμάτο υγρασία σαν από θαλασσινό νερό.
28 Οκτωβρίου 2006
Στη σκάλα ένιωσα ένα χέρι στην πλάτη μου, να με σπρώχνει. Δεν υπήρχε κανείς. Έπεσα και χτύπησα το πόδι μου, τώρα κουτσαίνω. Μα το πιο τρομακτικό ήταν ότι ο καθρέφτης απέναντι μού έδειξε για μια στιγμή όχι το δικό μου πρόσωπο, αλλά το παραμορφωμένο πρόσωπο εκείνου του ξένου.
29 Οκτωβρίου 2006
Όλα στο σπίτι έχουν αλλάξει. Τα βήματα ακούγονται κάθε βράδυ, πιο βαριά, σαν να ανήκουν σε πολλούς που περπατούν μαζί. Κάθε φορά που σβήνω τα φώτα, νιώθω μια παρουσία πίσω μου. Ξέρω ότι δεν έχω άλλο καιρό. Αν δεν φύγω, δεν θα ζήσω να γράψω ξανά.
---
Οι μέρες αυτές διαβάζονται σαν την εξομολόγηση ενός ανθρώπου που παλεύει με τη λογική του. Όμως κάτι μέσα μου λέει πως η θεία μου δεν τα φανταζόταν. Ίσως έβλεπε πράγματα που κανείς άλλος δεν μπορούσε. Και το πιο ανησυχητικό είναι πως η ίδια τελείωσε τη φράση της τελευταίας καταγραφής με μολύβι μισοσπασμένο, σαν να τη σταμάτησε κάποιος ή… κάτι.
Διαβάστε επίσης:
---