Στις 19 Ιουνίου του 2005, η εταιρεία μου με έστειλε για μερικούς μήνες στην τεχνητή λίμνη Πηνειού, στην Πελοπόννησο, για κάτι μελέτες. Ευτυχώς ένας φίλος μου, ο Γιάννης, κατάγεται από τον Άγιο Δημήτριο, ένα χωριό δίπλα στη λίμνη και θα με φιλοξενούσε αυτός τις πρώτες μέρες.
Όταν έφτασα στον Άγιο Δημήτριο τηλεφώνησα το φίλο μου το Γιάννη αλλά το είχε κλειστό. Ρώτησα ένα παππού που βρήκα στο δρόμο, μήπως ήξερε το σπίτι του και αυτός μου έδειξε που μένει. Αυτά είναι τα ωραία της επαρχίας! Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους.
Έφτασα στο σπίτι, ξανατηλεφώνησα αλλά το τηλέφωνό του ήταν και πάλι κλειστό. Βγήκα από το αμάξι και χτύπησα την πόρτα. Άνοιξε η γιαγιά του, μια ηλικιωμένη κυρία, στα μαύρα, καλοσυνάτη, μες στο χαμόγελο.
Μου εξήγησε πως έστειλαν εκτάκτως το Γιάννη υπηρεσία για πυρασφάλεια σε ένα φυλάκιο πάνω στα βουνά, γι αυτό και δεν είχε σήμα στο κινητό του. Θα ερχόταν την επόμενη μέρα. Μου είπε να βολευτώ στο σπίτι, μου έδειξε το δωμάτιό μου και με ρώτησε αν μου αρέσουν τα σαρμαδάκια που μαγείρευε για το μεσημέρι.
Αφού τακτοποιήθηκα στο δωμάτιο πήγα μια βόλτα στη λίμνη και στα γραφεία της εταιρείας στο Κέντρο. Το μεσημέρι έφαγα με τη γιαγιά του Γιάννη τα καταπληκτικά σαρμαδάκια και το απόγευμα κάθισα και μελέτησα το έργο που έπρεπε να γίνει στην περιοχή. Όλα φαινόταν μια χαρά.
Τα περίεργα όμως άρχισαν να συμβαίνουν το βράδυ. Η γιαγιά του πήγε νωρίς για ύπνο. Το σπίτι, αν και τα φώτα ήταν αναμμένα, φαινόταν εξαιρετικά σκοτεινό, θαμπό θα έλεγα. Κάθισα να δω τηλεόραση. Ενώ παρακολουθούσα μια εκπομπή ξαφνικά η εικόνα χάθηκε. Σε όποιο κανάλι και να το γύριζα έπιανα μόνο χιόνια. Κοίταξα στο κινητό την ώρα. Δεν είχα σήμα καθόλου. Σηκώθηκα να πάω σε άλλο σημείο του σπιτιού μήπως και βρω σήμα αλλά τίποτα.
Σκέφτηκα να βγω έξω στην αυλή. Άνοιξα την πόρτα και αυτό που αντίκρισα δεν μπορώ να το ξεχάσω! Το χωριό είχε θαφτεί κυριολεκτικά μέσα στην ομίχλη! Δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου! Το μόνο που άκουγα ήταν ένας ήχος, σαν δυο μεταλλικά αντικείμενα να χτυπάνε μεταξύ τους. Δε μπορούσα να διακρίνω τι ήταν. Φαντάστηκα ότι ήταν η εξώπορτα του κήπου, αν και δεν είχε καθόλου αέρα.
Έπιασα το χερούλι της πόρτας για να την κλείσω και να γυρίσω μέσα στο σπίτι. Ένιωσα στο χέρι μου κάτι σαν γλίτσα. Μπήκα μέσα και είδα ότι στο χέρι μου είχε μείνει κάτι σαν σκουριά από το χερούλι της πόρτας. Το σπίτι φαινόταν ακόμη πιο θαμπό. Προχώρησα προς την κουζίνα για να πάρω μια χαρτοπετσέτα να σκουπιστώ.
Η κουζίνα ήταν δίπλα από το υπνοδωμάτιο της Γιαγιάς του Γιάννη. Νόμισα ότι την άκουσα να μιλάει. Ήταν μόνη της όμως... Και δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε... Μεγάλη γυναίκα σκέφτηκα... Όταν φτάσουμε κι εμείς στην ηλικία της μόνοι μας θα μιλάμε, σκέφτηκα και χαμογέλασα.
Άνοιξα τη βρύση για να πλυθώ αλλά το νερό ήταν και αυτό σκουριασμένο. Τα προβλήματα του χωριού. Είπα να το πω στη γιαγιά αλλά δεν ήθελα να την ενοχλήσω. Όταν έκλεισα την βρύση άκουσα τον ίδιο μεταλλικό θόρυβο. Δεν μπορούσα να καταλάβω από που προερχόταν. Σαν να ακουγόταν από παντού.
Πήγα και ξάπλωσα. Ήμουν αρκετά κουρασμένος από το ταξίδι και δεν είχα και τίποτα άλλο να κάνω. Πρέπει να με πήρε αμέσως ο ύπνος. Και τότε είδα ένα από τα πιο τρομακτικά όνειρα!
Είδα ότι ξύπνησα από τον μεταλλικό ήχο! Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τους τοίχους του δωματίου μου να είναι σκουριασμένοι! Ένα υγρό έτρεχε από μέσα τους! Σαν αίμα! Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα προς την πόρτα. Μόλις πήγα να την ανοίξω άκουσα από έξω βήματα. Βαριά βήματα. Που πλησίαζαν προς τα εμένα. Έτρεξα στην μπαλκονόπορτα. Έξω δεν έβλεπα τίποτα παρά μόνο τη πυκνή ομίχλη! Η πόρτα άρχισε να ανοίγει σιγά σιγά. Άκουγα τους μεντεσέδες που έτριζαν. Ένα χέρι, περίεργο, μαύρο, με τεράστια γαμψά νύχια την άνοιγε... Μια σκιά έκανε την εμφάνισή της! Μια σκιά τόσο μαύρη που ξεχώριζε στο σκοτάδι!!! Και τα μάτια της τόσο κόκκινα, όπως την κόλαση!
Ξύπνησα πανικόβλητος. Κοίταξα γύρω μου προσπαθώντας να συνέλθω. Άκουσα βήματα έξω από το δωμάτιό μου. Σηκώθηκε η γιαγιά; Ήταν η ιδέα μου εξαιτίας του ονείρου; Δε ξέρω. Άναψα το φως και τότε είδα πεσμένο στο κρεβάτι μου το σταυρουδάκι που φορούσα. Το έπιασα για να το ξαναφορέσω. Δεν κοιμήθηκα ξανά εκείνο το βράδυ.
Μόλις ξημέρωσε σηκώθηκα και πήγα στο καθιστικό. Θα περίμενα τη γιαγιά να ξυπνήσει. Ξαφνικά άκουσα τα κλειδιά στην εξώπορτα.Ήταν ο Γιάννης που επέστρεψε. Ευτυχώς!
Μόλις με είδε με ρώτησε πως μπήκα μέσα και του εξήγησα ότι μου άνοιξε η γιαγιά του, η οποία μου είπε για την έκτακτη υπηρεσία πυρασφάλειας που είχε.
Μόνο που ο φίλος μου ο Γιάννης μου εξήγησε πως δεν είχε υπηρεσία αλλά είχε χαθεί στο δάσος εξαιτίας της ομίχλης αν και ήξερε τέλεια την περιοχή και πως η γιαγιά του είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια ...
Our Horror Stories: Ευχαριστούμε τον φίλο μας Ανέστη για την ιστορία του.
Διαβάστε επίσης:
Σατανικά Μηνύματα
Πνεύμα ή παράλληλο Σύμπαν;